- μεθαρμόζομαι
- μεθαρμόζωdispose differentlypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… … Dictionary of Greek
συμμεθαρμόζομαι — Α μεταβάλλομαι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («δοκεῑ συμμεθαρμόζεσθαι ταῑς ὑποθέσεσι τὸν χαρακτῆρα τῆς ὑποθέσεως» Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθαρμόζομαι «μεταβάλλομαι, προσαρμόζομαι»] … Dictionary of Greek